- στρογγυλίαση
- η, Ν1. (κτην.) παρασιτική νόσος τών κατοικίδιων ζώων που προκαλείται από νηματώδεις σκώληκες τής οικογένειας στρογγυλίδες και άλλων συγγενικών οικογενειών2. φρ. α) «εντερική στρογγυλίαση» — στρογγυλίαση τών ιπποειδών, που παρατηρείται κυρίως στα νεαρά πουλάρια και εκδηλώνεται με απίσχναση, προοδευτική αναιμία και διαρροϊκή εντερίτιδαβ) «γαστρεντερική στρογγυλίαση» — στρογγυλίαση τών μηρυκαστικών, που χαρακτηρίζεται από προοδευτική αναιμία, απίσχναση και διάρροιαγ) «βροχοπνευμονική στρογγυλίαση» — στρογγυλίαση που παρατηρείται στα μηρυκαστικά και στους χοίρους.
Dictionary of Greek. 2013.